- δυτισκίδες
- (dytiscidae). Οικογένεια εντόμων που αποτελείται από υδρόβια, σαρκοφάγα έντομα, τα οποία ζουν σε έλη, σε ποταμούς και σε λίμνες. Συνήθως έχουν μακρύ (2-3 εκ.), ελλειπτικό σώμα, με λεία επιφάνεια, σαγόνια σε σχήμα δρεπανιού, ενώ τα πίσω πόδια τους είναι τριχωτά, κατάλληλα για κολύμβηση. Τρέφονται με μικρά ψάρια ή άλλα έντομα, από τα οποία απορροφούν το υγρό του σώματός τους με τους δύο απορροφητικούς σωλήνες που φέρουν στην άκρη των σαγονιών τους. Τα έντομα της οικογένειας αυτής αναδύουν μια δυσάρεστη μυρωδιά που παράγεται από έναν αδένα, μεταξύ του θώρακα και του κεφαλιού. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος δυτίσκος.
* * *οιοικογένεια κολεόπτερων εντόμων τής υποτάξης τών αδηφάγων.
Dictionary of Greek. 2013.